- ιππιοχάρμης
- ἱππιοχάρμης, ὁ (Α)1. αυτός που μάχεται πάνω σε άρμα2. αναβάτης ίππου, ιππέας3. φρ. ως επίθ. «ἱππιοχάρμης κλόνος» — ο θόρυβος τής συμπλοκής τών ιππέων (Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππιος + -χάρμης (< χάρμη «χαρά, ενθουσιασμός» < χαίρω), πρβλ. θρασυ-χάρμης, χαλκο-χάρμης].
Dictionary of Greek. 2013.